πολύοσμος

πολύοσμος
και πολύοδμος, -ον, Α
αυτός που αναδίδει πολλές οσμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -οσμος (< ὀσμή / ὀδμή), πρβλ. κάκ-οσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύοσμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύοσμον — πολύοσμος masc/fem acc sg πολύοσμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύοσμα — πολύοσμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύοσμοι — πολύοσμος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυοσμία — η, ΝΑ [πολύοσμος] νεοελλ. το να αναδίδει κάτι πολλές, διαφορετικές οσμές αρχ. η έντονη οσμή …   Dictionary of Greek

  • πολύοδμος — ον, Α βλ. πολύοσμος …   Dictionary of Greek

  • όδμηνος — ὄδμηνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύοσμος, εὔοσμος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδμή, παλαιότ. επικ. τ. τής λ. ὀσμή + ηνος (πρβλ. άκμ ηνος: άκμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”